- νευροσπαστική
- νευροσπαστικόςconnected with puppet-showsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευροσπαστικός — νευροσπαστικός, ή, όν (Α) [νευρόσπαστος] το θηλ. ως ουσ. ἡ νευροσπαστική (ενν. τέχνη) η τέχνη αυτού που κινεί τα νευβρόσπαστα … Dictionary of Greek